- καταλεπτά
- επίρρ.βλ. καταλεπτώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάλεπτον — κατάλεπτον, τὸ (Α) στον πληθ. τά κατάλεπτα τα μικροέξοδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λεπτον (< λεπτόν), πρβλ. δευτερό λεπτον, πεντηκοντά λεπτον] … Dictionary of Greek